- σκύτους
- σκύ̱τους , σκῦτοςskinneut gen sg (attic epic doric)σκυτόωcoverimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφρακτήρας — ο ειδικό όργανο ή τεμάχιο μετάλλου, σκύτους, καουτσούκ κ.λπ., με το οποίο εμφράσσονται οπές μηχανημάτων για παρεμπόδιση διαφυγής αερίου ή υγρού … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek